εγκέντριση

εγκέντριση
η (Α ἐγκέντρισις)
(για φυτά) ενοφθαλμισμός, εμβολιασμός, μπόλιασμα
νεοελλ.
(για άλογα) σπιρούνισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκεντρίσῃ — ἐγκεντρίσηι , ἐγκέντρισις inoculation fem dat sg (epic) ἐγκεντρίζω goad aor subj mid 2nd sg ἐγκεντρίζω goad aor subj act 3rd sg ἐγκεντρίζω goad fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκεντρισμός — ο (AM ἐγκεντρισμός) η εγκέντριση μσν. νεοελλ. η ένωση δύο φυτών ή τμημάτων τους, εμβολιασμός …   Dictionary of Greek

  • ελαιοστάφυλος — ἐλαιοστάφυλος, ο (Α) ο ελαιόκαρπος που παράγεται από βλαστό ελιάς εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε κλήμα («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... καλεῑται δὲ ὁ ἐξ αὐτής καρπὸς ἐλαιοστάφυλος»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”